κιτρικό οξύ

κιτρικό οξύ
Οργανικό οξύ, στο μόριο του οποίου περιέχονται τρεις καρβοξυλικές ομάδες και ένα υδροξύλιο (υδροξυ-τρικαρβοξυλικό οξύ). Ο χημικός του τύπος είναι C6H8O7. Βρίσκεται στη φύση ελεύθερο, ενώ συναντάται με τη μορφή αλάτων σε ζωικούς ιστούς και σε διάφορα φυτά, κυρίως στα λεμόνια, από τα οποία απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον Σέελε το 1784. Σε μικρό ποσοστό (0,12%) περιέχεται στο γάλα, στα οστά, στα δόντια και γενικά σε όλους τους ζωικούς ιστούς οι οποίοι είναι πλούσιοι σε ασβέστιο. Από την παρατήρηση αυτή προέκυψε ότι το κ.ο. συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Βιομηχανικά, παρασκευάζεται με τη ζύμωση σακχάρων, ύστερα από επίδραση μυκήτων του είδους Αspergillusniger και πρόσφατα του είδους Aspergillus wentii. Επίσης, είναι δυνατόν να παρασκευαστεί και με συνθετικές μεθόδους. Το κ.ο. είναι άνυδρη, κρυσταλλική ουσία, η οποία τήκεται στους 153°C, ενώ διαλύεται στο νερό και στην αλκοόλη και λίγο στον αιθέρα. Αν θερμανθεί, διασπάται και δίνει διάφορα προϊόντα, ανάλογα με το αν η διάσπαση γίνεται παρουσία ή όχι θειικού οξέος. Βιολογικά, αποτελεί ένα σημαντικό ενδιάμεσο του οξειδωτικού μεταβολισμού των υδατανθράκων (κύκλος του κ.ο.). Το κ.ο. έχει διάφορες βιομηχανικές και φαρμακευτικές εφαρμογές. Χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό σε περιπτώσεις εντερικών παθήσεων και στην παρασκευή αφρωδών ποτών. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άλατά του (κιτρικά) και ιδιαίτερα το κιτρικό νάτριο, το οποίο χρησιμοποιείται ως διουρητικό και ως αντιπηκτικό, λόγω της ανασταλτικής δράσης που έχει στην πήξη του αίματος. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται στη συντήρηση του αίματος που προορίζεται για μεταγγίσεις. Ωστόσο, το κιτρικό νάτριο, σε μικρές δόσεις, διευκολύνει την πήξη του αίματος και γι’ αυτό εφαρμόζεται και ως αιμοστατικό. Το κιτρικό ασβέστιο εμφανίζει, εξάλλου, την ιδιομορφία ότι είναι περισσότερο διαλυτό στο ψυχρό παρά στο θερμό νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • Σέελε, Καρλ Βίλχελμ — (Scheele). Σουηδός χημικός (Στράλσουντ 1742 Καίπινγκ 1786). Από φτωχή οικογένεια, σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο του Γκότενμπουργκ. Μελέτησε τα λίγα βιβλία και το συνταγολόγιο του φαρμακείου, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek

  • κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ …   Dictionary of Greek

  • ξινός — Οικισμός (6 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μεσσήνης. * * * ή, ό 1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ 2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… …   Dictionary of Greek

  • λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… …   Dictionary of Greek

  • ξινό — το το κιτρικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”